τσεργοθήκη

τσεργοθήκη
η
συρτάρι ή άλλο έπιπλο, όπου τοποθετούν τις τσέργες (βλ. λ.) και τα άλλα κλινοσκεπάσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσεργοθήκη — η, Ν ερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”